- ὑπερχρονίων
- ὑπερχρόνιοςbeyond the usual timemasc/fem/neut gen plὑπερχρονέωto be overduepres part act masc nom sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερβερεταίος — ὁ, ΜΑ 1. ως κύριο όν. ο τελευταίος μήνας τού έτους στη Μακεδονία και στην Πέργαμο (α. «τῇ πρὸ πέντε εἰδῶν ὀκτωβρίων, ἥτις ἐστὶν ὑπερβερετίω, τοὐτέστιν ὀκτωβρίω ια », Ιωάνν. Χρυσ. β. «περὶ τὴν ἐπιτολὴν τοῡ ἀρκτούρου, ὅστις καιρὸς ἐν Ῥώμῃ μὲν ὁ… … Dictionary of Greek